Επίταξη, λίγα λόγια για το τι ισχύει.




 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η εξουσία του Κράτους να διενεργεί επίταξη προβλέπεται εξίσου σε δύο άρθρα του Συντάγματος , τόσο στο άρθρο 22 παρ.4 τoυ Συντάγματος, το οποίο αναφέρεται στην επίταξη προσωπικών υπηρεσιών ,όσο και στο άρθρο 18 παρ.3 Σ.., το οποίο αφορά την επίταξη πραγμάτων. 
Αν και οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο κείμενο του Συντάγματος για την διενέργεια επιτάξεων στις δύο περιπτώσεις ομοιάζουν και μπορούν να επιβάλλονται συγχρόνως, η επίταξη προσωπικών υπηρεσιών είναι συστηματικά εντελώς διάφορη από την επίταξη πραγμάτων.

Ειδικότερα, το άρθρο 22 του Συντάγματος ,κατοχυρώνει κατά βάση το ατομικό δικαίωμα της ελευθερίας της εργασίας υπό την αρνητική του μορφή (ελευθερία της μη εργασίας),σύμφωνα με το οποίο η εργασία αποτελεί δικαίωμα, αλλά κατ` αρχήν όχι υποχρέωση Με το άρθρο 22 παρ.4 του Συντ. η επίταξη της εργασίας περιορίζει την ελευθερία της εργασίας τόσο των μισθωτών όσο και όλων των ικανών για εργασία που ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα ή δεν ασκούν επάγγελμα, μόνο για τις ειδικές όμως και εξαιρετικές περιπτώσεις που απαριθμούνται στο εν λόγω άρθρο και χάριν της δημόσιας ωφέλειας . Η επίταξη δε αυτή δεν θα ήταν δυνατή βασιζόμενη στις γενικές διατάξεις του άρθρου 5 παρ.1. του Συντάγματος και 3, που προβλέπουν την δυνατότητα θεσπίσεως περιορισμών στην προσωπική ελευθερία .
Κατά το άρθρο 18 παρ.3 του Σ. αντίθετα, όπως αυτό τροποποιήθηκε μετά το άρθρο 17 παρ.4 του Συντάγματος του 1952, επίταξη είναι η προσωρινή στέρηση της καρπώσεως ιδιοκτησίας με μονομερή πράξη του Κράτους ,με σκοπό να ικανοποιηθεί έκτακτη και άμεση δημόσια ανάγκη. 

Σύμφωνα με την νομολογία του Σ.τ.Ε το θεμελιωμένο συνταγματικά με το άρθρο 17 του Σ. δικαίωμα της ιδιοκτησίας και οι εγγυήσεις προστασίας της, που παρέχονται στο κείμενο του Συντάγματος, δεν παραβιάζονται από την επίταξη στέρησης της ελευθέρας καρπώσεως ιδιωτικών κινητών ή ακινήτων αν και αποτελεί βάρος της, εφόσον το μέτρο τούτο υπαγορεύεται από εξαιρετικούς λόγους δημόσιας ή κοινωνικής ανάγκης και υπό τον αυτονόητο όρο της προσωρινότητας. Επομένως δεν γίνεται να παραταθεί η επίταξη περισσότερο από τον εύλογο χρόνο, ο οποίος καθορίζεται κάθε φορά από τον δικαστή ,λαμβάνοντας υπ όψιν του τις ειδικές συνθήκες και περιστάσεις της υποθέσεως .Άλλωστε ,το στοιχείο της προσωρινότητας είναι αυτό που διαφοροποιεί την επίταξη από τον συγγενή θεσμό της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως .Κατά το παρελθόν έχουν εντοπιστεί ενέργειες της Διοίκησης, η οποία επικαλούμενη το προσωρινό μέτρο της επιτάξεως, αποσκοπεί σε οριστική αφαίρεση της ιδιοκτησίας του επιτασσομένου ακινήτου .
Κατόπιν τούτου ,αναγκαία καθίσταται η λεπτομερέστερη περιγραφή των προϋποθέσεων και της διαδικασίας των δύο μορφών επίταξης καθώς και της διαφοροποιήσεως τους από συγγενείς έννοιες ,όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα από την Νομολογία κυρίως του ΣτΕ..

ΕΠΙΤΑΞΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ (ΑΡ.18 ΠΑΡ.3 Σ)

Νομική φύση
Ως προς την νομική φύση της επιτάξεως του αρθ.18 παρ.3 έχουν διατυπωθεί ποικίλες απόψεις. Ο Bonnard ταυτίζει την επίταξη κινητών και ακινήτων για λόγους εθνικής άμυνας και κοινωνικών αναγκών με την εξουσία του κράτους να προβαίνει σε αναγκαστική απαλλοτρίωση, δηλαδή την αφαίρεση της ιδιοκτησίας παρά την βούληση του κυρίου, για δημόσια ωφέλεια. Η επίταξη κινητών ειδικότερα είναι κατά κάποιο τρόπο ότι η αναγκαστική απαλλοτρίωση για τα ακίνητα, τρόπος κτήσεως από το Δημόσιο μέσω αναγκαστικής εκχωρήσεως. 

Ο Ν.Ν. Σαριπόλος δε, προσθέτει ,ότι οι επιτάξεις αποτελούν αναγκαστική απαλλοτρίωση για δημόσια ωφέλεια και για αυτόν τον λόγο πρέπει να εφαρμόζονται και σε αυτές τις περιπτώσεις οι συνταγματικές διατάξεις ,οι οποίες αφορούν τον καθορισμό και τον χρόνο καταβολής της αποζημιώσεως .Το ΣτΕ με την νομολογία του διατύπωσε τη θεωρία ,ότι η εν λόγω επίταξη είναι αναγκαστική μίσθωση ,που δημιουργείται με αναγκαστικού δικαίου διατάξεις ,χωρίς σύμπραξη του ιδιοκτήτη ,με την προϋπόθεση της προσωρινής στέρησης της χρήση ή και της κάρπωσης .Πρέπει δηλαδή να εφαρμόζονται αναλόγως οι επί των αναγκαστικώς παρατεινόμενων μισθώσεων ισχύοντες κανόνες, οι σχετικοί με τον κανονισμό του καταβλητέου μισθώματος ,όχι όμως να; παρατείνονται για όσο χρόνο ισχύουν και οι κοινές μισθώσεις.
Πράγματι, η αναγκαστική απαλλοτρίωση και η επίταξη έχουν την ίδια γενική δικαιολογητική βάση ,καθώς αποτελούν αναγκαστική στέρηση της κυριότητας στην πρώτη περίπτωση και γενική στέρηση των δικαιωμάτων και των εξουσιών που προκύπτουν από την ιδιοκτησία ακινήτων και κινητών, προκειμένου να ικανοποιηθούν ζωτικά και επειγούσης φύσεως ανάγκες του Κράτους ή της κοινωνίας, οι οποίες δεν δύνανται να ικανοποιηθούν με άλλον τρόπο,στην περίπτωση της επίταξης πραγμάτων. 

Από την άποψη όμως της νομικής φύσεως, η επίταξη δημιουργεί ιδίας φύσεως έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, αφού δεν αποτελεί ούτε σύμβαση του Κράτους με τους διοικούμενους , ούτε και επιβολή φόρου .

Η αποζημίωση δε που παρέχεται για αυτήν, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε ως τίμημα ,ούτε ως συμφωνημένο μίσθωμα, ούτε και ως ημερήσια αποζημίωση. Όταν το Κράτος προβαίνει σε επίταξη, αφαιρεί ή περιορίζει την ιδιοκτησία κατά την χρήση και κάρπωση αυτής όχι για μόνιμη και διαρκή δημόσια ωφέλεια αλλά για άμεση και εξαιρετικώς επείγουσα στρατιωτική και κοινωνική ανάγκη, την οποία θα αντιμετωπίσει μέσω της εξουσιαστικής οδού, δηλαδή της επιβολής ειδικού δημοσίου βάρους και όχι μέσω συμβάσεως δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου.
Επιπλέον πρέπει να επισημανθεί και η διαφορά μεταξύ αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και επίταξης όσον αφορά την καταβληθείσα αποζημίωση, καθώς στην πρώτη περίπτωση καταβάλλεται πριν την αφαίρεση του πράγματος και αφού ορισθεί από τα πολιτικά δικαστήρια ,ενώ στην δεύτερη περίπτωση το Σύνταγμα δεν προβλέπει προηγούμενη, πλήρη, δικαστικώς οριζόμενη και δη δια των πολιτικών δικαστηρίων προσδιοριζόμενη αποζημίωση. Αντίθετα αφήνει τον νομοθέτη ,ο οποίος απλώς προβλέπει χρονικά επόμενη, εύλογη αποζημίωση προσδιοριζόμενη από διοικητικά δικαστήρια .

Προϋποθέσεις

Η επίταξη είναι νόμιμη μόνο, αφενός όταν αναφέρεται σε συγκεκριμένα πράγματα και όχι γενικώς και αορίστως σε αναφερόμενα ακίνητα, και αφετέρου αν συντρέχουν σε κάθε περίπτωση οι προϋποθέσεις που προβλέπει το Σύνταγμα. Ειδικότερα η νομολογία υποστηρίζει ότι αντικείμενο της επίταξης μπορούν να είναι μόνο η κυριότητα και τα άλλα εμπράγματα δικαιώματα σε ακίνητα ή κινητά πράγματα, ενώ σύμφωνα με την νομική φιλολογία το αντικείμενο της επίταξης μπορεί να είναι κάθε περιουσιακό δικαίωμα. 

Το άρθρο 18 παρ.3 του Σ. προσδιορίζει ειδικά και περιοριστικά τους εξαιρετικούς λόγους δημόσιας και κοινωνικής ανάγκης, που μπορούν να δικαιολογήσουν προσφυγή της Διοίκησης στο μέτρο της επιτάξεως ορίζοντας τα εξής : «Ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με τις επιτάξεις για τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων σε περίπτωση πολέμου ή επιστράτευσης, ή για την θεραπεία άμεσης κοινωνικής ανάγκης, που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή υγεία.». Κατά αυτόν τον τρόπο, η δυνατότητα της Διοικήσεως να προβεί σε καταχρηστική άσκηση του μέσου της επιτάξεως σε οποιαδήποτε περίπτωση περιορίζεται σημαντικά .

Επιτάξεις ,επομένως, σύμφωνα με την διάταξη επιτρέπονται από το Σύνταγμα καταρχάς για επείγουσες ανάγκες του στρατού και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ,ιδίως σε καιρό πολέμου και προς άμυνα της χώρας .Τότε δυνάμει του jus extremae necessitatis,αφαιρείται η ιδιοκτησία ορισμένων πραγμάτων οπότε και γίνεται λόγος για στρατιωτικές επιτάξεις. Το ΣτΕ ,ερμηνεύοντας την περί στρατιωτικών επιτάξεων διάταξη του Συντάγματος, απέδωσε ορθά σε αυτή την έννοια ,ότι για τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων της Χώρας ,επίταξη επιτρέπεται μόνο προς αντιμετώπιση αναγκών των ενόπλων δυνάμεων που δημιουργούνται συνεπεία πολέμου ή επιστρατεύσεως . Στην επίταξη ακινήτου, προκειμένου να εγκατασταθεί εκεί το Κέντρο Λήψεως προς εξυπηρέτηση των τηλεπικοινωνιακών αναγκών του Κεντρικού αερολιμένα Αθηνών, το ΣτΕ διατύπωσε την άποψη ότι αφενός δεν ανήκει στην πολεμική αεροπορία και αφετέρου ότι ικανοποιεί ανάγκη μόνιμη και διαρκή με αποτέλεσμα προσφορότερο να είναι το μέτρο εκείνο της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως. Επιπλέον γίνεται λόγος για πολιτικές επιτάξεις όπου το μέτρο της επίταξης λαμβάνεται, προκειμένου να αντιμετωπιστεί άμεση κοινωνική ανάγκη που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την δημόσια τάξη ή υγεία.
Όσον αφορά την θεραπεία άμεσης κοινωνικής ανάγκης ,σε συνδυασμό με τη φύση του μέτρου της επίταξης, το οποίο αποτελεί βάρος της ιδιοκτησίας, προκύπτει ότι το μέτρο αυτό συγχωρείται μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η κοινωνική ανάγκη για την οποία επιβάλλεται είναι έκτακτη, επείγουσα και πρόσκαιρη ,όχι δε μόνιμη η οποία ,όπως προαναφέρθηκε μπορεί να θεραπευθεί με αναγκαστική απαλλοτρίωση κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 του Σ. .

Έτσι, θεωρήθηκε ότι η επίταξη για την στέγαση σχολικής μονάδας επιβλήθηκε για την θεραπεία μόνιμης ανάγκης ,αφού έτσι είναι από την φύση τους οι εκπαιδευτικές ανάγκες της χώρας, και συνεπώς δεν είναι σύμφωνη προς το αρ.18 παρ.3 του Σ .Επιπλέον στην περίπτωση στρατιωτικής επίταξης εκτάσεως 150.606 τ.μ. στην περιοχή Καλοχωρίου Θεσσαλονίκης, για την κάλυψη στρατιωτικών αναγκών το ΣτΕ έκρινε ότι η εν λόγω επίταξη απέβλεπε ,κατά παράβαση του αρ.18 παρ.3 του Σ. και των σχετικών διατάξεων του ν.442/1929 ,στην ικανοποίηση στρατιωτικής ανάγκης όχι έκτακτης και πρόσκαιρης, αλλά μόνιμης και διαρκούς .
Ωστόσο και στην περίπτωση που η μόνιμη ανάγκη είναι άμεση και επιτακτική, επιτρέπεται ,κατά την έννοια του άρθρου 18 παρ.3 του Συντάγματος, η επιβολή του εξαιρετικού μέτρου της επίταξης ωσότου αντιμετωπιστεί κατά τρόπο οριστικό και μέσα σε εύλογο κατά τις περιστάσεις χρόνο, η θεραπεία της μόνιμης αυτής ανάγκης και τούτο γιατί η ανάγκη αυτή προσλαμβάνει, για το απαιτούμενο έως την οριστική αντιμετώπισή της διάστημα, το χαρακτήρα της έκτακτης και πρόσκαιρης ανάγκης, που δικαιολογεί την προσωρινή κατάληψη της ιδιοκτησίας με το μέτρο της επίταξης .

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της εγκατάστασης του τερματικού RADAR του Κρατικού Αερολιμένα Θεσσαλονίκης ,απολύτως αναγκαίου για την ασφάλεια των πτήσεων και την προστασία της ζωής και της αρτιμέλειας αυτών που χρησιμοποιούν τα μέσα αερομεταφοράς και το οποίο έργο χρηματοδοτείται από κοινοτικά προγράμματα περιορισμένου χρόνου. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η χρήση του για την κάλυψη της ανάγκης, επιβάλλεται η ολοκλήρωση της διαδικασίας της απαλλοτριώσεως όσο το δυνατόν ταχύτερα και για αυτό απαιτείται ,ως προϋπόθεση για την επίταξη των αναγκαίων εκτάσεων, η προηγούμενη κήρυξη της απαλλοτρίωσης .
Το Σύνταγμα ωστόσο χωρίς να επιτάσσει την πρόβλεψη και τη συνδρομή άλλων τυπικών ή διαδικαστικών προϋποθέσεων, αναθέτει στον νομοθέτη την ρύθμιση της επιτάξεως με την θέσπιση ειδικών νόμων. Στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 5 του ν.1838/1951 (ΦΕΚ 170 Α) ρητά προβλέπεται, «2.Επιτρέπεται η επίταξη υπό του Υπουργού Δημοσίων Έργων χώρων ή πραγμάτων αμέσως αναγκαιούντων εις την εκτέλεση των έργων υπό όρους και αποζημιώσεις κανονιζομένους και εγκρινομένους υπό του Υπουργού μετά γνώμην του κατά το άρθρ.3 Συμβουλίου 3.

Εν ταις περιπτώσεις επιτάξεως η αποζημίωσις καταβάλλεται αμέσως, επιτρεπομένης της περαιτέρω διεκδικήσεως δια της δικαστικής οδού κατά τας κειμένας διατάξεις….» και είναι απολύτως σύμφωνες με τις συνταγματικές διατάξεις ων άρθρων 17 παρ.4 και 18 παρ.3 .Το ίδιο ισχύει και για το ν.δ.17/1974 το οποίο στα άρθρα 2 παρ.1 και 2,18,19 και 22 προβλέπει την κήρυξη της πολιτικής κινητοποίησης η οποία μπορεί να περιλαμβάνει και επίταξη ακινήτων σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης η οποία προκαλείται από φυσικά είτε από άλλα γεγονότα, πολεμικά ή όχι, είτε από ανωμαλίες κάθε είδους και η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ή την απειλή δημιουργίας εκτεταμένων απωλειών, ζημιών και καταστροφών σε έμψυχο και άψυχο δυναμικό της χώρας και διατάραξη της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας.

Άρση της επίταξης

Η επίταξη, είτε αφορά την στέρηση χρήσεως καρπώσεως κινητών και ακινήτων λόγω άμεσης και έκτακτης στρατιωτικής ανάγκης είτε κοινωνικής ,είναι προσωρινού χαρακτήρα ,όπως έχει προαναφερθεί, και συνεπώς η έννομη σχέση που προκύπτει δεν μπορεί να διατηρείται πέρα από τον εύλογο χρόνο. Αλλά και η έλλειψη οποιουδήποτε χρονικού προσδιορισμού ως προς την ισχύ της πράξης ,δεν μπορεί να σημαίνει ότι αυτή παράγει τα αποτελέσματά της εις το διηνεκές, αφού κάτι τέτοιο θα ήταν ασυμβίβαστο με την εσωτερική της φύση ως πράξη προσωρινής ισχύος. Επομένως ο όρος οριστική επίταξη είναι αντιφατικός (μπορεί να είναι οριστική μόνο όταν επιβάλλεται από την φύση των επιτασσομένων ) και υποδηλώνει αλλοίωση του περιεχομένου της επιτάξεως ,υπό την μορφή της οποίας έπληξε αρχικά η Διοίκηση το ιδιωτικό δικαίωμα επί του πράγματος. Στην ουσία πρόκειται για αναγκαστική απαλλοτρίωση που αφορά κινητά ή ακίνητα πράγματα, η οποία όμως επέρχεται αυτομάτως χωρίς την τυπική έκδοση της οικείας περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως διοικητικής πράξης . Σχετικά με αυτό το ζήτημα, αρμόδιο να αποφανθεί είναι αποκλειστικά το ΣτΕ, λαμβάνοντας υπ` όψιν τις περιστάσεις και τις ανάγκες, οι οποίες υπαγόρευσαν την επίταξη. Εφ` όσον δηλαδή η εν λόγω ανάγκη έπαυσε να υπάρχει ή έπαυσε να έχει επείγοντα χαρακτήρα και ως εκ τούτου μπορεί να ικανοποιηθεί με άλλο τρόπο, η επίταξη δεν μπορεί να συνεχίζεται διότι εξέλιπε ο δικαιολογητικός λόγος αυτής . Στην περίπτωση δε που παρήλθε ο εύλογος χρόνος, η Διοίκηση οφείλει να προβεί σε άρση της επιτάξεως διότι παράταση αυτής πέρα από αυτόν τον χρόνο οδηγεί σε παράβαση της περί προστασίας της ιδιοκτησίας διατάξεων του Συντάγματος .
Έτσι η κατάληψη ακινήτου για μακρά και μόνιμη εγκατάσταση σε αυτό κάποιας δημόσια υπηρεσίας τυγχάνει παράνομη και ο ιδιοκτήτης προστατεύεται από την περί προστασίας της ιδιοκτησίας διατάξεως του άρθρου 17 του Συντάγματος του 1975,έχοντας την δυνατότητα παράλληλα να εγείρει διεκδικητική αγωγή .
Καθώς η έννοια του ευλόγου χρόνου δεν έχει τον χαρακτήρα τακτής προθεσμίας είναι καθ` αυτή εύπλαστος. Το δικαστήριο μπορεί ,κατά την κρίση του, να θεωρήσει ως μη συμπληρωθέντα τον εν λόγω χρόνο και μετά την πάροδο μακράς από του χρόνου της επιτάξεως χρονικής περιόδου. Στην περίπτωση ειδικότερα προσώπου που διώχθηκε από την οικία του από τις αρχές της κατοχής και υπέρ του οποίου διενεργήθηκε επίταξη για την στέγασή του, αν και παρέμεινε στο υπό επίταξη ακίνητο πλέον των δεκατεσσάρων χρόνων ,έγινε δεκτό ότι ο εύλογος χρόνος μπορούσε να παραταθεί, εφόσον ο υπερ` ου η επίταξη στερούταν στέγης ικανής να ικανοποιήσει τις ανάγκες τόσο του ιδίου όσο και της οικογένειάς του. 
Ορθότερα ,βάση της άρσης της επιτάξεως είναι η υπό του δικαστηρίου διαπίστωση της παρελεύσεως της άμεσης και έκτακτης ανάγκης που προκάλεσε την επίταξη, με την οποία κατά κάποιον τρόπο η πράξη της επιτάξεως αποβάλλει την ισχύ της ,τελούσα υπό προθεσμία ,η οποία βεβαίως δεν είναι πάντοτε ίδια και καθορισμένη αλλά διαφέρει κάθε φορά σύμφωνα με την ανάγκη που υπαγορεύει την διενέργεια της επιτάξεως. Πρέπει επιπλέον να σημειωθεί ότι άρση της επιτάξεως λόγω πλάνης συνιστά ανάκληση αυτής, η οποία επιτρέπεται σύμφωνα με τις πράξεις περί ανακλήσεως των διοικητικών αρχών .

Σε κάθε περίπτωση δε ο ιδιώτης μπορεί να προσφύγει κατά της Διοίκησης για παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας και να υποβάλει τις διοικητικές πράξεις σε έλεγχο για υπέρβαση εξουσίας ή παράβαση νόμου, ζητώντας την άρση της επιτάξεως από την Διοίκηση. Αν και νόμος καθιερώνει ανατρεπτική προθεσμία, το ΣτΕ έκρινε ότι ο ιδιώτης έχει απεριόριστη προθεσμία προσφυγής κατά της αρνήσεως για άρση της επίταξης, εφ` όσον αυτός μπορεί παραδεκτά να προσβάλει την διοικητική ενέργεια. Πρέπει επιπλέον αν σημειωθεί ότι ο εύλογος χρόνος της διοικητικής ενέργειας ,πέρα των θετικών, είναι δυνατό να αφορά και τις αρνητικές της διοικήσεως σιωπηρές πράξεις ,ή τις παραλείψεις οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, όταν ο νόμος επιτάσσει μεν αμέσως ή εμμέσως αυτή, δεν προσδιορίζει όμως επακριβώς και το χρονικό σημείο εκδηλώσεως αυτής ,αφήνοντας έτσι στην Διοίκηση την ευχέρεια να εκτιμήσει την προσφορότητα του χρόνου ενεργείας.

Καταβολή αποζημίωσης

Η καταβολή της οφειλόμενης αποζημιώσεως λόγω της διενεργούμενης επιτάξεως βαρύνει σε κάθε περίπτωση το κράτος και όχι αυτόν υπέρ του οποίου λαμβάνει χώρα η επίταξη ,π.χ. αυτούς που πρόκειται να κατοικήσουν στο επιτασσόμενο ακίνητο στην περίπτωση προσφύγων . Η αποζημίωση λόγω διενέργειας επιτάξεως δεν περιλαμβάνει την ανόρθωση οποιασδήποτε περιουσιακής ζημίας, η οποία προκλήθηκε στον ιδιοκτήτη του επιταχθέντος από την στέρηση της χρήσεως και της καρπώσεως αυτού ή από άλλον λόγο. Κατά τον ν.4442,άρθρο 7 παρ.1 ,αποζημίωση παρέχεται μόνο για θετική ζημία ,την οποία υφίσταται αυτός τον οποίο βαρύνει η επίταξη. Δεν παρέχεται αποζημίωση για επίταξη λόγω διαφυγόντος κέρδους, η δε θετική ζημία εκτιμάται σε σχέση με την αξία των επιταχθέντων κατά τον χρόνο τον οποίο έλαβε χώρα η επίταξη. Παρ` όλα αυτά κρίθηκε ότι είναι νόμιμη η καταβολή διαφυγόντων κερδών ,ως αποζημίωση, σε επιχείρηση η οποία διέκοψε τη λειτουργία της λόγω επιτάξεως, η οποία κηρύχθηκε στα πλαίσια απαλλοτρίωσης και προς τον σκοπό καταλήψεως του ακινήτου προ της συντελέσεως της, και για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η διακοπή αυτή .
Η παρεχόμενη αποζημίωση για την επίταξη μπορεί να καθορισθεί και εξωδίκως βάσει συμφωνίας μεταξύ του Κράτους και του δικαιούχου, υπό τον περιορισμό όμως ότι το ποσό της συμφωνηθείσας αποζημίωσης δεν θα υπερβαίνει την αξία της θετικής ζημίας που προκλήθηκε από την διενεργούμενη επίταξη. Σε κάθε πάντως περίπτωση το ποσό της αποζημιώσεως καταβάλλεται μετά την κατάληψη του ακινήτου, σε αντίθεση με την αναγκαστική απαλλοτρίωση, και δικαιολογείται από τον έκτακτο και επείγοντα χαρακτήρα της επιτάξεως.
Σύμφωνα με τον ν 4442,άρθρον 10,ο στερηθείς λόγω της επιτάξεως, της χρήσεως και της κυριότητας του πράγματος ,δικαιούται να ζητήσει την καταβολή αποζημιώσεως εντός διετίας από την λήξη της επιτάξεως με αίτηση του ενδιαφερομένου ,η οποία υποβάλλεται προς την εκτιμητική επιτροπή ή το διοικητικό δικαστήριο του τόπου διενεργείας της επιτάξεως . Από αυτήν την αίτηση γεννάται μεταξύ του ενδιαφερομένου και του Κράτους διαφορά ,η οποία είναι διοικητική. Επομένως αποκλειστικά αρμόδια για την εκδίκαση των εν λόγω διαφορών, ως ουσιαστικών διοικητικών, είναι τα διοικητικά δικαστήρια ,μολονότι έχουν διατυπωθεί και άλλες απόψεις που θέλουν τα κοινά δικαστήρια να ασχολούνται με τις αιτήσεις για αποζημίωση λόγω επίταξης , καθώς αποτελούν φρουρούς του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, που αποτελεί ιδιωτικό δικαίωμα. 

Πριν τεθεί σε ισχύ ο Ν.1406/1983, ο νομοθέτης ,αποβλέποντας σαφώς σε πιο απλή και γρήγορη διαδικασία για επίλυση των εν λόγω διαφορών, θεώρησε ορθόν, προκειμένου ιδίως για επιτάξεις που ανακύπτουν από την καταβολή αποζημιώσεως και που διενεργούνται για εκπλήρωση αναγκών των ενόπλων δυνάμεων ,να ιδρύσει ειδικά διοικητικά δικαστήρια ,αρμόδια προς εκδίκαση των αποζημιώσεων που αφορούν τέτοιου είδους επιτάξεις. Αυτά ήταν τα δικαστήρια α)των στρατιωτικών επιτάξεων β) των ναυτικών εισφορών γ) και το δικαστήριο αεροπορικών επιτάξεων . Οι αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών μπορούσαν να προβληθούν με αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Σήμερα το άρθρο 1 παρ.2 του ν.1406/1983 σαφώς ορίζει ότι η αποζημίωση καθορίζεται πλέον από τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Κατά της ατομικής διοικητικής πράξης της επιτάξεως επιτρέπεται σύμφωνα με το Σύνταγμα αίτηση ακυρώσεως, ώστε ολόκληρος ο δικαστικός έλεγχος των επιτάξεων να συγκεντρώνεται τελικά στο ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας .


ΕΠΙΤΑΞΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Επίταξη και απαγόρευση της αναγκαστικής εργασίας.

Το Σύνταγμα με το άρθρο 22 παρ.4 δεν αρκείται στην αναμφισβήτητη απόρροια από το δικαίωμα της αρνητικής ελευθερίας της εργασίας, αλλά απαγορεύει ρητώς την ακραία περίπτωση υποχρεωτικής εργασίας ,οποιαδήποτε ακραία μορφή αναγκαστικής εργασίας, εξοπλίζοντας έτσι την ελευθερία της εργασίας η οποία εδρεύει κατά βάση στα άρθρα 4 παρ1 και 3 του Σ.. 

Η αρνητική ελευθερία αποτελεί την αντίστροφη όψη της θετικής ελευθερίας εργασίας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 23 του Σ. Φορείς του σχετικού δικαιώματος είναι αδιακρίτως οι Έλληνες και οι αλλοδαποί ,είτε εργαζόμενοι με σχέση εξαρτημένης εργασίας είτε ελεύθεροι επαγγελματίες, καθώς και τα νομικά πρόσωπα, εφόσον κληθούν και εκτελέσουν συγκεκριμένη εργασία με τα φυσικά πρόσωπα-όργανά τους . Αποδέκτης της υποχρέωσης μη επιβολής αναγκαστικής εργασίας είναι καταρχήν το κράτος, χωρίς να αποκλείεται να στραφεί και η απαγόρευση κατά ιδιωτών ,π.χ. όταν σε σύμβαση εργασίας περιληφθεί υπέρογκη ποινική ρήτρα κατά του εργαζομένου για την περίτπωση πρόωρης παράιτησής του . 

Την αναγκαστική εργασία απαγορεύουν επίσης οι διεθνείς διακηρύξεις των ατομικών δικαιωμάτων καθώς και διεθνείς συμβάσεις εργασίας .Στο άρθρο 1 της Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας 105 του 1957,ορίζεται ότι το κράτος έχει υποχρέωση να καταργήσει την αναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία και να μην προσφεύγει σε αυτήν με οποιαδήποτε μορφή και ειδικότερα με την μέθοδο της επιστράτευσης και χρησιμοποίησης του εργατικού δυναμικού για σκοπούς οικονομικής ανάπτυξης ή σαν μέσο πειθάρχησης στην εργασία ή για την συμμετοχή σε απεργία .
Το άρθρο 22 παρ.4 του Σ. εισάγει έναν οξύ περιορισμό στην ελευθερία της εργασίας, όπως και το αρ.18 παρ.3 του Σ. περιορίζει το δικαίωμα της προστασίας της ιδιοκτησίας, ο χαρακτήρας των οποίων από την φύση τους είναι έκτακτος και παροδικός .Για αυτόν τον λόγο ο κοινός νομοθέτης και η εκτελεστική εξουσία πρέπει να προσφεύγουν σε αυτόν με εξαιρετική φειδώ και μόνο όταν άλλα ηπιότερα μέσα καθίστανται ανεπαρκή και αναποτελεσματικά, υπακούοντας έτσι στην αρχή της αναλογικότητας.
Αυτός ο περιορισμός πρέπει να ερμηνεύεται στενά και in dubio pro liberate.Πρόκειται για την δυνατότητα επίταξης προσωπικών υπηρεσιών ,η οποία πρέπει να οργανώνεται με ειδικό εκτελεστικό νόμο και εξαρτάται από την συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων που ρητά ,διαζευκτικά και πάντως περιοριστικά μνημονεύει το άρθρο 22 παρ.4 του Σ. 

Η ρύθμιση των συναφών προβλημάτων σε επίπεδο διεθνούς δικαίου και άρα σχετικά αυξημένης τυπικής ισχύος δεν είναι περισσότερο σαφείς από την συνταγματική διάταξη. Ειδικότερα το άρθρο 4 παρ.2 της ΕΣΔΑ απαγορεύει εξίσου όπως προαναφέρθηκε την αναγκαστική εργασία. Στο άρθρο όμως 4 παρ 3 τη ΕΣΔΑ του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «Δεν θεωρείται ως αναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία κάθε υπηρεσία στρατιωτικής φύσεως και κάθε υπηρεσία ζητούμενη σε περίπτωση κρίσεων ή θεομηνιών ,οι οποίες απειλούν την ζωή ή την ευδαιμονία του συνόλου.»και επομένως μπορεί να υποδεχθεί τους λόγους, για τους οποίους το ελληνικό Σύνταγμα επιτρέπει την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών, αναθέτοντας την εξειδίκευση των κριτηρίων στον κοινό νομοθέτη .

Η διασφάλιση δηλαδή που παρέχει το α παρ.2 και 3 της ΕΣΔΑ δεν είναι πιο έντονη ,ούτε πιο συγκεκριμένη από αυτή που παρέχει το άρθρο 22 παρ.4 Σ.
Ως επίταξη προσωπικών υπηρεσιών δε, δεν νοείται αποκλειστικά η επίταξη της εργασίας των μισθωτών, δηλαδή προσώπων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, αλλά κάθε ικανού προς εργασία ατόμου το οποίο ασκεί οποιοδήποτε ή δεν ασκεί καθόλου επάγγελμα. Το ΣτΕ έκρινε έτσι ότι επίταξη εργασίας επιτρέπεται και στην περίπτωση επαγγελματιών οι οποίοι έχουν την εμπορική ικανότητα , μόνο όμως στις περιπτώσεις οι οποίες καθορίζονται περιοριστικά από το αρθ.22 του Σ.παρ.4 και οι οποίες θα αναλυθούν αμέσως παρακάτω. Σε διάφορες περιπτώσεις δε η λύση της επίταξης αποτελεί δυσμενή πράξη, και ως εκ τούτου απαιτείται αιτιολογία από την οποία προκύπτουν συγκεκριμένα στοιχεία για τους λόγους της λύσης .

Προϋποθέσεις

Οι προϋποθέσεις εφαρμογής για την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών δεν είναι οι ίδιες με τις προϋποθέσεις για την επίταξη των αντικειμένων της ιδιοκτησίας αλλά στενότερες ,παρόλο που αρχικά ομοιάζουν .Όπως σημειώθηκε στο άρθρο 18 παρ.3 επίταξη διενεργείται για οποιαδήποτε άμεση και κοινωνική ανάγκη που θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή την υγεία, ενώ το άρθρο 22 παρ.4 περιορίζεται σε πέντε ειδικές περιπτώσεις ,τις οποίες απαριθμεί περιοριστικά.

Έτσι οι προβλεπόμενες από το Σ. προϋποθέσεις είναι οι εξής: α) πόλεμος β) επιστράτευση γ) ανάγκες της άμυνας της χώρας που πρέπει να αντιμετωπισθούν δ) επείγουσα κοινωνική ανάγκη από θεομηνία ε) ανάγκη που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την δημόσια υγεία. Εντυπωσιακός είναι ο αρκετά συγκεκριμένος χαρακτήρας αυτών των ρητρών. 

Το άρθρο 22 παρ.4 Σ επιτρέπει την επίταξη των προσωπικών υπηρεσιών σε περίπτωση επείγουσας κοινωνικής ανάγκης, όμως όχι οποιασδήποτε κοινωνικής ανάγκης, αλλά αποκλειστικά εκείνης που προέρχεται από θεομηνία ή η οποία μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία ,χωρίς να γίνεται εδώ καθόλου λόγος για δημόσια τάξη. Με τον όρο θεομηνία δεν αναφέρεται σε κάθε περίπτωση ανώτερης βίας, αλλά μόνο σε εκείνη που δεν μπορεί να ελεγχθεί από την ανθρώπινη βούληση, όπως είναι οι σεισμοί και φυσικά φαινόμενα που προκαλούν τεράστιες καταστροφές.

Οι άλλες τρεις περιπτώσεις έχουν ως κοινό πεδίο την άμυνα της χώρας. Ο πόλεμος όπως προβλέπεται στο αρθ.35 του Σ. πρέπει να νοείται ως πασίδηλο πραγματικό γεγονός και όχι ως απλώς νομική πράξη. Ωστόσο το ερμηνευτικό πρόβλημα συνίσταται περισσότερο στην έννοια της επιστράτευσης και της αντιμετώπισης αναγκών της άμυνας της Χώρας οι οποίες μνημονεύονται και στο άρθρο 48 παρ.1 του Σ.. Ως επιστράτευση δεν νοείται η «πολιτική επιστράτευση» ,η έννοια της οποίας θα αναλυθεί διεξοδικά αργότερα. Σε αυτές τις περιπτώσεις ,η επιστράτευση πρέπει να εκληφθεί ως πραγματική κατάσταση και πιο συγκεκριμένα ως διευρυμένη και έκτακτη κινητοποίηση των ενόπλων δυνάμεων της χώρας. 

Οι σχετικές ρυθμίσεις της κοινής νομοθεσίας και τυχόν διακρίσεις σε γενική και μερική επιστράτευση είναι συνταγματικά ανεκτές εφόσον ανταποκρίνονται σε μία πραγματική κατάσταση, όπως την αντιλαμβάνεται το Σύνταγμα στις σχετικές διατάξεις του. Η εμμονή της ύπαρξης πραγματικά διευρυμένης και έκτακτης κινητοποίησης των ενόπλων δυνάμεων είναι αναγκαία για να αποφευχθεί ο κίνδυνος της καταστρατήγησης των σχετικών συνταγματικών διατάξεων και για να διαφυλαχθεί η ίδια η ratio.Η ύπαρξη δε εξωτερικών κινδύνων, η οποία αναφέρεται πλέον ρητά στο αρ.48 του Σ., είναι αναγκαία προϋπόθεση για την επιστράτευση, όπως αυτή εννοείται σε όλο το φάσμα των συνταγματικών διατάξεων που ρυθμίζουν έκτακτες περιστάσεις.

Η τελευταία προϋπόθεση του αρ.22 παρ.4 προβλέπει τη δυνατότητα επίταξης προσωπικών υπηρεσιών για μια πολύ πιο ήπια και γενική περίπτωση :για την αντιμετώπιση αναγκών της άμυνας της χώρας, χωρίς να υπάρχουν οι επιτακτικές και κραυγαλέες περιπτώσεις της επιστράτευσης ή του πολέμου.. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να υπαχθεί η αμυντική προετοιμασία ή ετοιμότητα σε ανύποπτο χρόνο., δηλαδή χωρίς να υφίσταται η άμεση απειλή της εθνικής ασφάλειας .Έτσι η πρωθυπουργική απόφαση για επιστράτευση των τραπεζικών δεν θεωρήθηκε σύμφωνη με το Σύνταγμα αφού δεν καλύφθηκε από τις πέντε προαναφερόμενες περιπτώσεις .

Ως ηπιότερος πάντως μηχανισμός περιορισμού της ελευθερίας της εργασίας και εν γένει τη προσωπικής ελευθερίας, η επίταξη προσωπικών υπηρεσιών είναι κάθε φορά εντοπισμένη σε συγκεκριμένες κατηγορίες ατόμων. Παράλληλα όμως, λόγω του προσωρινού χαρακτήρα της επιτάξεως ο οποίος είναι κοινός με την επίταξη του αρ.18 παρ.3 ,κατά τρόπο έμμεσο αλλά και σαφή τίθενται κάποια χρονικά όρια, και επομένως η επίταξη προσωπικών υπηρεσιών οφείλει να επεκτείνεται μόνο στο απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα .Οι διαφορές που προκύπτουν από την σύμβαση προσωπικού διαφόρων ειδικοτήτων είναι διοικητικές διαφορές ουσίας και υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων .

Πρέπει επιπλέον να σημειωθεί ότι το Σύνταγμα από την ρητή απαγόρευση της αναγκαστικής εργασίας προβλέπει και μια άλλη εξαίρεση η οποία αναφέρει ότι για την ικανοποίηση τοπικών αναγκών επιτρέπεται η επιβολή (υποχρεωτικής) προσφοράς προσωπικής εργασίας στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και η οποία όμως έχει διαφορετική τελεολογική σημασία.


Απεργία και Πολιτική Επιστράτευση.

Η έννοια της πολιτικής επιστράτευσης δεν έχει καμία σχέση με την επιστράτευση ως προϋπόθεση για την διενέργεια επιτάξεως, αλλά το μέτρο αυτό επιβάλλεται με την μορφή της επιτάξεως προσωπικών υπηρεσιών. 

Με το άρθρο 2 του ν.δ. 17/1974 «Περί πολιτικής σχεδιάσεως εκτάκτου ανάγκης»είχε επιτραπεί η πολιτική επιστράτευση σε ορισμένες περιπτώσεις για την αντιμετώπιση τυχόν μελλοντικών εχθρικών ενεργειών κατά της χώρας ή καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, και το οποίο νομικό διάταγμα είχε εκδοθεί από μια κυβέρνηση που είχε συγκροτηθεί για να αντιμετωπίσει εξαιρετικά ανώμαλες, εσωτερικά και εξωτερικά, συνθήκες που ανέκυψαν στην Ελλάδα το 1974 . Η έννοια της έκτακτης ανάγκης δίνεται στο άρθρο 2 του ίδιου διατάγματος «Κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι κάθε αιφνίδια κατάσταση προκαλούμενη είτε από φυσικά ή από άλλα γεγονότα είτε από ανωμαλίες κάθε φύσης και η οποία έχει ως αποτέλεσμα την παρακώλυση και την διατάραξη της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας. Το άρθρο 18 του .ν.δ. επιτρέπει την πολιτική επιστράτευση του προσωπικού (την επίταξη των προσωπικών υπηρεσιών) σε περίπτωση πολιτικής κινητοποίησης.

Η ρύθμιση αυτή είχε καθιερωθεί προτού μπει σε εφαρμογή το Σύνταγμα που ισχύει σήμερα, πριν δηλαδή τεθεί σε ισχύ το αρθ.22 παρ.4 του Συντάγματος, το οποίο δεν επιτρέπει την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών στην αόριστη και ποικίλη έκταση, που το επιτρέπει το ν.δ.17/1974,αλλά μόνο στις πέντε περιπτώσεις που απαριθμούνται περιοριστικά.
 Για το λόγο αυτό τα άρθρα 2 παρ.5 είναι αντισυνταγματικά, στην έκταση που επιτρέπουν την επίταξη των προσωπικών υπηρεσιών πέρα από τις τέσσερις ειδικές περιπτώσεις που απαριθμεί το άρθρο 22 παρ.4 του Συντάγματος. Το άρθρο 112 του Σ. ορίζει πως σε όσες περιπτώσεις η εφαρμογή μιας συνταγματικής διάταξης εξαρτάται από την έκδοση ειδικού νόμου, οι νόμοι που ρύθμιζαν από πριν το κρίσιμο ζήτημα εξακολουθούν να ισχύουν, ωσότου εκδοθεί ο προβλεπόμενος ειδικός νόμος. 
Έτσι και το ν.δ. 17/1974 εξακολουθεί σύμφωνα με το άρθρο 112 παρ.1Σ να ισχύει ,ως ειδικός νόμος κατά την έννοια του άρθρου 22 παρ.4 του Σ. μόνο όμως στην έκταση που προβλέπει το εν λόγω άρθρο του Σ. Βάσει αυτής της σκέψης ,θεωρήθηκε πρωθυπουργική απόφαση για την απεργία των τραπεζικών υπαλλήλων ως αντίθετη προς το Σύνταγμα αφού δεν καλύπτεται από τις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 22 παρ.4 του Σ.

Εδώ και αρκετά χρόνια έχει συνδεθεί τεχνητά η πολιτική επιστράτευση με το δίκαιο της απεργίας ως ένας και μάλιστα ο ριζικότερος από τους τρόπους λήξεως της απεργίας. Η συνδικαλιστική ελευθερία κατοχυρώνεται και προστατεύεται ως δικαίωμα των εργαζομένων κατά τρόπο ουσιαστικό όχι μόνο από το άρθρο 23 του Σ. αλλά και από το διεθνές δίκαιο .Το πρόβλημα που ανακύπτει είναι η σχέση του απεργιακού φαινομένου με τις προϋποθέσεις επίταξης προσωπικών υπηρεσιών που τάσσει το άρθρο 22 παρ.4 εδ.β`.

Καταρχήν είναι αδιάφορο αν πρόκειται για απεργία νόμιμη ,παράνομη με την στενή έννοια του όρου ή καταχρηστική. Όπως είναι και αδιάφορο αν επαρκεί ή όχι το προσωπικό ασφαλείας που προσδιορίζεται κατά νόμο ιδίως στον δημόσιο τομέα και τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας. Η επίταξη προσωπικών υπηρεσιών έχει διαφορετική τελεολογία ,υπακούει στις ουσιαστικές προϋποθέσεις του αρθ.22 παρ.4 και δεν συνδέεται με τον έλεγχο της νομιμότητας μιας απεργίας. Δεν συνδέεται κατά μείζονα λόγο ούτε με την δυνατότητα έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης μιας δικαστικής απόφασης που διαπιστώνει τον παράνομο ή καταχρηστικό χαρακτήρα της απεργίας. Οι λόγοι αυτοί δεν είναι από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 22 παρ.4 εδ.β` και η επίκληση τους θα καθιστούσε την επίταξη προφανώς παράνομη.

Έτσι τίθεται το ερώτημα αν η απεργία ως factum μπορεί να συνιστά λόγο εφαρμογής του αρθ.22 παρ 4 του Σ, μπορεί δηλαδή μια απεργιακή κινητοποίηση να συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση των λόγων για τους οποίους είναι κατά το Σύνταγμα δυνατή η επίταξη προσωπικών υπηρεσιών.

Κάτι τέτοιο βέβαια δεν μπορεί να συμβεί, καθώς δεν υπάρχει περίπτωση ούτε θεομηνίας, ούτε πολέμου ούτε επιστράτευσης. Αντίθετα μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι μια κινητοποίηση μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα σχετικά με τις αμυντικές ανάγκες της χώρας ή τη δημόσια υγεία. Δηλαδή δεν αποκλείεται μια απεργιακή κινητοποίηση να προκαλέσει ή αν επιτείνει μια κατάσταση που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την δημόσια υγεία.(π.χ. απεργία γιατρών ή των υπαλλήλων καθαριότητας.) όπως και μια κατάσταση συνδεδεμένη με τις ανάγκες της άμυνας της χώρας.

Και στις δυο αυτές υποθετικές περιιπτώσεις ,βασικός και στοιχειώδης κανόνας που απορρέει από την αρχή της αναλογικότητας είναι να μην μπορεί να καλυφθεί η οποιαδήποτε ανάγκη από άλλες κατηγορίες εργαζομένων που δεν απεργούν ή από το προσωπικό ασφαλείας .Με βάση μάλιστα την ΔΣΕ 105 έχει θεωρηθεί, ότι το μέτρο της επίταξης προσωπικών υπηρεσιών απεργών δεν είναι θεμιτό εφόσον οι ανάγκες μπορούν να καλυφθούν με την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών άλλων ατόμων ή κατηγοριών προσώπων που δεν απεργούν. 
Ένας τέτοιος όμως περιορισμός είναι χωρίς περιεχόμενο ,όταν η κατηγορία εργαζομένων που απεργεί είναι μια κατηγορία με απολύτως εξειδικευμένες τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις .Βέβαια ανάμεσα στο άρθρο 22 παρ.4 και τους συνταγματικούς περιορισμούς της απεργίας δεν υπάρχει κλιμάκωση. 
Η επίταξη προσωπικών υπηρεσιών δεν είναι ένας πρόσθετος και μείζων περιορισμός της απεργίας και δεν πολλαπασιάζει τους συνταγματικά θεμιτούς περιορισμούς του απεργιακού δικαιώματος που θεμελιώνονται στο άρθρο 23 παρ.2 Σ. Η επίταξη είναι μέσο προσανατολισμένο σε τελείως διαφορετικό σκοπό. Παρά ταύτα η δυνατότητα κάλυψης των διαφόρων έκτακτων αναγκών με το προσωπικό ασφαλείας ή εργαζομένους που δεν απεργούν είναι ένα ισχυρό κριτήριο για τον έλεγχο της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 22 παρ.4 εδ.β` Σ και την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας.

Η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου δεν εξουδετερώνει βέβαια το ενδεχόμενο της καταστρατήγησης του αρθρ.22 παρ.4 και μιας εκ του πλαγίου, επιβολής πρόσθετων περιορισμών στο δικαίωμα της απεργίας. Η Διοίκηση διαθέτει ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας και ελεύθερης εκτίμησης. Τα πραγματολογικά δεδομένα ,όμως που βρίσκονται στον εμπειρικό χαρακτήρα όλων των προϋποθέσεων του αρθρ.22 παρ.4 είναι τόσο προφανή και πασίδηλα, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέριας της διοίκησης και της πολιτικής πρόγνωσης της Κυβέρνησης ιδίως υπό το πρίσμα των περιορισμών που διέπουν αυτούς τους ίδιους περιορισμούς των συνταγματικών ελευθεριών.

Τα τελευταία χρόνια πάντως έγινε επανειλημμένα πολιτική επιστράτευση απεργών σε σοβαρές περιπτώσεις με επίκληση του γενικού συμφέροντος, του κινδύνου για την εθνική οικονομία ή την κοινωνική ζωή της χώρας ή τη δημόσια υγεία ή την αποδιοργάνωση των εναέριων συγκοινωνιών .Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση επιστράτευσεως το 1986 των χειριστών και ιπταμένων μηχανικών της Ολυμπιακής Αεροπορίας. 
Το ΣτΕ έκρινε ,ότι νόμιμα έγινε η επιστράτευση .Αντίθετα η θεωρία σχεδόν σύσσωμη διατύπωσε έντονα την αντίθεσή της και χαρακτήρισε την πολιτική επιστράτευση αντισυνταγματική λόγω της μη συνδρομής των προϋποθέσεων του αρθ.22 παρ.4 Σ. Η επιτροπή εμπειρογνομόνων του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας για την εξέταση της προσφυγής των χειριστών της πολιτικής αεροπορίας απεφάνθη επίσης ,ότι η πρακτική της πολιτικής επιστρατεύσεως στην περίπτωση τους ήταν αντίθετη στις διεθνείς συμβάσεις 29/1920 και 105/1957 και σύστησε εναρμόνιση του.ν.17/1974 με τις συμβάσεις αυτές .

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Αντιδιαστέλλοντας τα άρθρα 18 παρ.3 και 22 παρ.4 του Σ., που αφορούν την διενέργεια επιτάξεων, απαιτείται να γίνει κατανοητή η διαφοροποίηση των εν λόγω διατάξεων, οι οποίες όχι μόνο καλύπτουν διαφορετικό αντικείμενο αλλά και προϋποθέτουν την ύπαρξη διαφορετικών συνθηκών για την εφαρμογή τους.
Το άρθρο 18 παρ.3 επιτρέπει την επίταξη ως εξαιρετικό μέτρο, αντικείμενο της οποίας δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο πάρα ότι μπορεί να είναι και αντικείμενο ιδιοκτησίας. δηλαδή σύμφωνα με την νομολογία η κυριότητα σε κινητά και ακίνητα πράγματα. 

Η μονομερή αυτή πράξη του κράτους λαμβάνει χώρα αφενός σε περιπτώσεις πολέμου ή επιστρατεύσεως(στρατιωτικές επιτάξεις)και αφετέρου προς θεραπεία άμεσης κοινωνικής ανάγκης, που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την δημόσια τάξη , με την ευρεία έννοια αυτής ,ή υγεία (πολιτικές επιτάξεις)Το Σύνταγμα δεν επιτάσσει την πρόβλεψη άλλα και συνδρομή άλλων ουσιαστικών προϋποθέσεων, αφήνοντας το περιθώριο στον νομοθέτη να αναλάβει ο ίδιος την ρύθμιση της επίταξης.

Επίταξη που δεν γίνεται προς θεραπεία μίας από τις έκτακτες και άμεσες ανάγκες που αναφέρει το Σύνταγμα στο άρθρο 18 παρ.3 αποτελεί καταστρατήγηση του άρθρου 17 ,επειδή το Σύνταγμα επιτρέπει την προσωρινή μόνο επίταξη, όπως δέχεται και το ΣτΕ. Δεν μπορεί δηλαδή να διαρκεί πέρα του εύλογου χρόνου που απαιτείται για την ικανοποίηση της ανάγκη και πολύ περισσότερο δεν μπορεί να αποσκοπεί σε θεραπεία μονίμων αναγκών. Σε τέτοια περίπτωση επιβάλλεται η άρση της από την Διοίκηση.

Η διενέργεια αυτή της επίταξης για λόγους άμεσης δημόσιας ή κοινωνικής ανάγκης ,την διαφοροποιεί και από τον συναφή όρο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ,η οποία σε αντίθεση με τον προσωρινό χαρακτήρα της επίταξης, είναι κατά κανόνα οριστική. 
Η προσδιοριζόμενη αποζημίωση για την επίταξη αντικειμένων δε ,προβλέπεται από τον νομοθέτη αποκλειστικά και είναι χρονικά επόμενη της διενέργειας επιτάξεως .Καλύπτει μόνο την θετική ζημία και ορίζεται συχνά ως αποκατάσταση της εύλογης απλώς αξίας της χρήσεως του πράγματος 
Ο υπόχρεος προς αποζημίωση είναι πάντα το Κράτος. Για τα θέματα που προκύπτουν από την διενέργεια της επιτάξεως αποκλειστικά αρμόδια θεωρούνται τα διοικητικά δικαστήρια και τα ειδικά διοικητικά δικαστήρια επιτάξεων σε περιπτώσεις στρατιωτικών επιτάξεων. Κατά της ατομικής διοικητικής πράξεως της επιτάξεως κατά το Σύνταγμα αίτηση ακυρώσεως επιτρέπεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ενώ κατά των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων επιτρέπεται αίτηση αναιρέσεως.

Το άρθρο 22 παρ.4 του Συντάγματος αντίθετα , εισάγει εξαίρεση από τον κανόνα που απαγορεύει κάθε μορφής αναγκαστική εργασία. Προβλέπει όχι την επίταξη περιουσιακών δικαιωμάτων αλλά την επίταξη παροχής προσωπικών υπηρεσιών ,επίταξη δηλαδή του προσωπικού των επιχειρήσεων ή και κάθε ικανού προς εργασία ατόμου. 

Οι προϋποθέσεις εφαρμογής του είναι διαφορετικές και μάλιστα στενότερες καθώς τις εξειδικεύει σε πέντε περιπτώσεις:α)σε περίπτωση πολέμου, β)επιστράτευσης, γ)για αντιμετώπιση αναγκών της άμυνας της χώρας δ)για αντιμετώπιση επείγουσας κοινωνικής ανάγκης σε περίπτωση θεομηνίας ε)σε περίπτωση κοινωνικής ανάγκης που δύναται να θέσει σε κίνδυνο την δημόσια υγεία.

Ωστόσο και στην περίπτωση του άρθρου 22 παρ.4 του Σ. το Σύνταγμα αναθέτει την ρύθμιση της επίταξης στον κοινό νομοθέτη, παρέχει δηλαδή επιφύλαξη νόμου(τυπικού ή ουσιαστικού). Χωρίς την ρύθμιση αυτή, η διοίκηση δεν μπορεί να επιβάλει επίταξη προσωπικών υπηρεσιών ή προσφορά προσωπικής εργασίας σε ατομική περίπτωση. 
Η νομοθετική επιβολή επιτάξεως προσωπικών υπηρεσιών σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, ανεξάρτητα από την ύπαρξη γενικής νομοθετικής ρυθμίσεως επιτρέπεται κατ` αρχήν και με πράξη νομοθετικού περιεχομένου δεδομένου ότι στις περιπτώσεις που συντρέχουν οι προϋποθέσεις της επιτάξεως προσωπικών υπηρεσιών, θα συντρέχουν και οι προϋποθέσεις πράξεων νομοθετικού περιεχομένου. Επιπλέον και στην περίπτωση αυτή τίθεται το ζήτημα του εύλογου χρόνου, καθώς η επίταξη προσωπικών υπηρεσιών δεν αποσκοπεί σε μόνιμη θεραπεία των κοινωνικών αναγκών.

Βασιζόμενο στην διάταξη του αρ.22 παρ.4 του Σ. το ΣτΕ θεώρησε ισχυρό και εφαρμοστέο το ν.δ. 1974 «περί πολιτικής σχεδιάσεως εκτάκτου ανάγκης» μόνο στις πέντε περιπτώσεις που απαριθμούνται περιοριστικά στο Σύνταγμα και υπήγαγε την πολιτική επιστράτευση απεργών στις συνταγματικές εξαιρέσεις από την απαγόρευση της αναγκαστικής εργασίας, τις οποίες θεώρησε ως ειδικές και επομένως υπερέχουσες διατάξεις, έναντι του άρθρου 23 παρ.1 που κατοχυρώνει το δικαίωμα απεργίας.

Επομένως είναι ανάγκη να γίνει σαφής διαχωρισμός μεταξύ των δύο διατάξεων να αποφεύγεται οποιαδήποτε σύγχυση σχετικά με το περιεχόμενο τους. Ακόμα περισσότερο όμως είναι αναγκαίο η εφαρμογή των επιτάξεων να περιορίζεται πάντα στις οριζόμενες από το Σύνταγμα περιπτώσεις , προκειμένου να αποφεύγεται πάση θυσία κάθε καταχρηστική άσκηση της από την Διοίκηση.

www.greeklaws.com
ΤΗΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ ΕΧΕΙ Ο ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ ΑΥΤΩΝ ΚΑΙ Η ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ.
ΑΡΘΡΑ ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ ΝΑ ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ ΜΑΣ.


 
ΚΟΡΥΦΗ
ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | Copyright © 2011 | 0sy-driver