Στην επαναρύθμιση βασικών διατάξεων που ορίζουν τις διαδικασίες συλλογικών αλλά και ατομικών εργασιακών σχέσεων προχωρά το υπουργείο Εργασίας με μια σειρά από διατάξεις που περιλαμβάνονται στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Ανάπτυξης, το οποίο δόθηκε σε διαβούλευση, και θα μείνει ανοικτό σε σχολιασμό και παρεμβάσεις, έως τις 17 Σεπτεμβρίου.
Στο σχέδιο νόμου, περιλαμβάνονται πολλαπλές δυνατότητες εξαίρεσης επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, ώστε να μην περιλαμβάνονται στην κλαδική σύμβαση. Αυτές, μεταξύ άλλων, είναι η ρήτρα εξαίρεσης που θα αποφασίζεται από τον ίδιο τον υπουργό, η εξαίρεση που θα συμφωνείται σε επίπεδο κλαδικό ή ακόμη και η εξαίρεση σε τοπικό επίπεδο μέσω τοπικής σύμβασης εργασίας.
Παράλληλα, βέβαια, τίθενται και συγκεκριμένες προϋποθέσεις -που χαρακτηρίζονται από ειδικούς γενικές και με μεγάλη ευρύτητα-, βάσει των οποίων η προσφυγή στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) μπορεί να γίνεται μονομερώς.
Με τον τρόπο αυτό, διαμορφώνεται νέο, πιο ευέλικτο τοπίο στην υπογραφή κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, κατά κύριο λόγο σε περιπτώσεις έκτακτων οικονομικών καταστάσεων, σε μικρές επιχειρήσεις αλλά και κλάδους με σημαντικά δομικά προβλήματα και στόχο να διευκολυνθούν για να ορθοποδήσουν.
Αναλυτικά, το σχέδιο νόμου ορίζει τις εξής περιπτώσεις που μπορεί μια επιχείρηση να εξαιρεθεί από την υπερίσχυση της κλαδικής σύμβασης:
* Αν αυτό προβλέπεται ως ειδικός όρος σε εθνικές και τοπικές ομοιοεπαγγελματικές και κλαδικές συλλογικές συμβάσεις. Οι ειδικοί αυτοί όροι ή εξαιρέσεις αφορούν εργαζόμενους που απασχολούνται σε ειδικής κατηγορίας επιχειρήσεις όπως επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας, νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού σκοπού και επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, όπως κατ' εξοχήν επιχειρήσεις σε καθεστώς προπτωευτικής ή παραπτωχευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας ή συνδιαλλαγής ή εξωδικαστικού συμβιβασμού ή εξυγίανσης.
* Αν η επιχείρηση αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα και βρίσκεται σε καθεστώς προπτωχευτικής ή παραπτωχευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας ή συνδιαλλαγής ή εξωδικαστικού συμβιβασμού ή οικονομικής εξυγίανσης. Σε αυτή την περίπτωση, η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει της κλαδικής, ακόμη κι αν στην κλαδική δεν προβλέπονται εξαιρέσεις.
* Αν υπάρχει τοπική κλαδική σύμβαση, η οποία υπερισχύει της εθνικής κλαδικής ή της ομοιοεπαγγελματικής συλλογικής σύμβασης.
Αλλαγές προβλέπονται και στη διαδικασία επέκτασης μιας κλαδικής σύμβασης. Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι για την επέκταση συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης που υποβάλλεται από οποιονδήποτε από τους δεσμευόμενους από αυτή, προς τον υπουργό, καθώς και τεκμηρίωση των επιπτώσεων της επέκτασης στην ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση.
Παράλληλα, το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας (ΑΣΕ) εξετάζει και το αν η συλλογική ρύθμιση δεσμεύει ήδη εργοδότες, που απασχολούν ποσοστό μεγαλύτερο του 50% των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος Και σε αυτή την περίπτωση, ξεκαθαρίζεται ότι επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και βρίσκονται σε καθεστώς προπτωχευτικής ή παραπτωχευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας ή συνδιαλλαγής ή εξωδικαστικού συμβιβασμού ή οικονομικής εξυγίανσης, ανεξαρτήτως εάν στην επεκτεινόμενη συλλογική ρύθμιση προβλέπονται εξαιρέσεις από την εφαρμογή όρων για εργαζόμενους σε επιχειρήσεις, μπορούν να εξαιρούνται από την κλαδική, μετά από αιτιολογημένη γνώμη του ΑΣΕ, ως προς όρους ή ως προς το σύνολο της συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης, που κηρύσσεται υποχρεωτική.
Στο θέμα της διαιτησίας, που ενδέχεται να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις από τα συνδικάτα, σε συνδυασμό με τις εξαιρέσεις από τις κλαδικές συμβάσεις, τίθενται συγκεκριμένες προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί η προσφυγή στη διαιτησία και κατά συνέπεια η έκδοση διαιτητικής απόφασης να γίνει μετά αίτημα ενός από τα δύο μέρη, κατά κύριο λόγο των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζόμενων.
Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι η προσφυγή στη Διαιτησία μπορεί να γίνεται σε οποιοδήποτε στάδιο των διαπραγματεύσεων με συμφωνία και των δύο μερών.
Αντίθετα, η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία επιτρέπεται, ως έσχατο και επικουρικό μέσο επίλυσης συλλογικών διαφορών εργασίας, μόνον στις εξής περιπτώσεις:
α) εάν η συλλογική διαφορά αφορά επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου
β) εάν η συλλογική διαφορά αφορά στη σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας, αποτύχουν οριστικά οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών και η επίλυση της επιβάλλεται από υπαρκτό λόγο γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος συνδεόμενο με τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας.
Μάλιστα, ξεκαθαρίζεται ότι οριστική αποτυχία των διαπραγματεύσεων θεωρείται ότι υπάρχει, εφόσον σωρευτικώς ισχύουν οι εξής περιπτώσεις: (α) έληξε η κανονιστική ισχύς τυχόν υπάρχουσας συλλογικής σύμβασης εργασίας και (β) έχει εξαντληθεί κάθε άλλο μέσο συνεννόησης και συνδικαλιστικής δράσης. Μάλιστα, το μέρος που προσφεύγει μονομερώς στη διαιτησία, θα πρέπει να συμμετείχε στη διαδικασία μεσολάβησης και να αποδέχθηκε την πρόταση του μεσολαβητή.
Η αίτηση μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία θα πρέπει να περιέχει και πλήρη αιτιολογία σχετικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων που τη δικαιολογούν. Αντίστοιχα, η διαιτητική απόφαση που εκδίδεται επί αυτής θα θεωρείται άκυρη εάν δεν περιέχει και πλήρη αιτιολογία σχετικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων που δικαιολογούν τη μονομερή προσφυγή στη διαιτησία.
Στο σχέδιο νόμου περιλήφθηκε τελικά και διάταξη για τη δημιουργία μητρώου για όλες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων και τις οργανώσεις των εργοδοτών που θα τηρείται στο σύστημα Εργάνη. Για τις αποφάσεις όπως κήρυξη απεργίας, η ψηφοφορία θα μπορεί να διεξάγεται και με ηλεκτρονική ψήφο.
Παράλληλα, στο πλαίσιο των ατομικών ρυθμίσεων στις εργασιακές σχέσεις προβλέπονται σειρά παρεμβάσεων με στόχο την προστασία των εργαζόμενων και των συνεπών επιχειρήσεων, την πάταξη της ανασφάλιστης εργασίας και τον περιορισμό του φαινομένου της υποδηλωμένης εργασίας.
Για παράδειγμα ξεκαθαρίζεται ότι θα θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η καθυστέρηση καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών για διάστημα πέραν των 2 μηνών από τον εργοδότη, ανεξαρτήτως της αιτίας της καθυστέρησης. Στην περίπτωση μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης, αν παρασχεθεί εργασία πέραν της συμφωνημένης, ο μερικώς απασχολούμενος δικαιούται αντίστοιχης αμοιβής με προσαύξηση 12% επί της συμφωνηθείσας αμοιβής για κάθε επιπλέον ώρα εργασίας που θα παράσχει.
Ρούλα Σαλούρου
salourou@euro2day.gr
ΤΗΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ ΕΧΕΙ Ο ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ ΑΥΤΩΝ ΚΑΙ Η ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ.
ΑΡΘΡΑ ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ ΝΑ ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ ΜΑΣ.